Ο ρόλος του σημερινού προπονητή και η παρουσία του στα νέα κοινωνικά δεδομένα
Και ο πιο αδιάφορος άνθρωπος παρατηρεί σήμερα πως τα πάντα γύρω μας αλλάζουν με ταχύ ρυθμό, εισάγονται νέα δεδομένα που αφορούν το επίπεδο και την ποιότητα ζωής δημιουργώντας παράλληλα κοινωνική αμηχανία και αναστάτωση.
Ο αθλητισμός και αυτοί που ασχολούνται με αυτόν όπως προπονητές, αθλητές, παράγοντες ομοσπονδιών και σωματείων, αντιμετωπίζουν με την σειρά τους τα νέα δεδομένα και εξελίξεις.
O ερασιτεχνικός αθλητισμός στην Ελλάδα και οι άνθρωποι που τον υπηρετούν, δεν μπορούν να παραμείνουν απαθείς και αδρανείς στην νέα αυτήν πραγματικότητα.
Σε μια νέα πραγματικότητα όπου οι προσδοκίες των γονέων για υψηλού επιπέδου μόρφωση των παιδιών τους, για εξοικείωση τους με τις νέες τεχνολογίες σε ένα συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθιστούν δύσκολό το έργο της ενασχόλησης με τον πρωταθλητισμό.
Ο προβληματισμός και τα διλήμματα για την τύχη των παιδιών – αθλητών την εποχή που ζούμε είναι έντονα. Άξιο απορίας λοιπόν, είναι το πώς μπορεί σήμερα οι άνθρωποι που υπηρετούν τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, να προσελκύσουν και να πείσουν τους γονείς να εμπιστευτούν τα παιδιά τους σε αυτόν τον αρκετά δύσκολο, επίπονο αλλά και πανέμορφο θα πρέπει να ομολογήσουμε δρόμο του πρωταθλητισμού. Μια προσέλκυση που θα βοηθήσει τα αθλήματα να τονίζουν συνεχώς την σημαντική παρουσία τους, έχοντας πάντοτε σοβαρά κατά νου, τα νέα κοινωνικά δεδομένα και αλλαγές που παρουσιάζονται.
Σίγουρα, αν θα ανατρέξουμε στο παρελθόν και κάνουμε μια σύγκριση, θα διαπιστώσουμε ότι πολλά αθλήματα έχουν σημειώσει πρόοδο. Η κατάκτηση χρυσών μεταλλίων σε ολυμπιακούς αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα έδωσαν το δικαίωμα για περισσότερες προσδοκίες, όσον αφορά την περαιτέρω προβολή και ανάπτυξη. Αν και αυτή η πρόοδος έχει σε μεγάλο βαθμό έχει επιτευχθεί σε επίπεδο εθνικών ομάδων, η βάση των αθλημάτων την οποία αντιπροσωπεύουν οι σύλλογοι, δεν φάνηκε να επηρεάζεται – κερδίζει ιδιαίτερα από αυτά τα γεγονότα.
Η εποχή που οι διάφοροι σύλλογοι στο παρελθόν δημιουργούσαν και διατηρούσαν αγωνιστικά τμήματα με πρόχειρες λύσεις και ελάχιστο κόστος, θα πρέπει να ανήκει πλέον στο μακρινό παρελθόν. Τα σύγχρονα όργανα, οι τέλειες εγκαταστάσεις, η ιατροφαρμακευτική υποστήριξη σε όλα τα γήπεδα και προπονητήρια των συλλόγων, οι αυστηρές επιλογές των νέων παιδιών και η δίκαια στα πλαίσια της αθλητικής και όχι μόνο νομοθεσίας αντιμετώπισης των προπονητών θεωρούνται πλέον ανάγκη.
Η έντονη παρουσία και η αναβάθμιση του ρόλου του προπονητή είναι επιτακτική, μιας και είναι ένας από τους ανθρώπους που μαζί με τη διοίκηση, αναλαμβάνει σημαντικό και υπεύθυνο έργο. Ο προπονητής βέβαια, ανέκαθεν είχε υπεύθυνο ρόλο και παρουσία, αλλά σήμερα όσο ποτέ, αυτός ο ρόλος δεν μπορεί παρά να εκσυγχρονιστεί.
Για τον σύγχρονο προπονητή, οι βασικές τεχνικές και προπονητικές γνώσεις, θεωρούνται απαραίτητες για την προπόνηση, τον συντονισμό της ομάδας, και την καθοδήγηση των αθλητών. Όμως παράλληλα, θα πρέπει να κατέχει και τις ανάλογες διοικητικές γνώσεις τέτοιες, που θα τον βοηθήσουν στην κατάρτιση ενός τεκμηριωμένου προγράμματος, για αποτελεσματική συνεργασία και οργάνωση με τους υπόλοιπους προπονητές, και την βελτίωση της επικοινωνίας του με όλους τους αθλητές και αθλήτριες της ομάδας. «Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου αρκετά ικανοί προπονητές με πλούσιες τεχνικές γνώσεις αποτυγχάνουν συχνά στο έργο τους επειδή υστερούν σε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες.» (Θανάσης Λάιος, 1997)
Συνεπώς, σήμερα ο προπονητής, θα πρέπει να κατέχει δύο κατηγορίες γνώσεων αρκετά σημαντικές. Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται φυσικά στις προπονητικές γνώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για να μπορεί να προετοιμάσει και να γυμνάσει αγωνιστικά τους αθλητές του.
Αυτές οι βασικές τεχνικές γνώσεις που θα πρέπει να κατέχει σε μια προπονητική διαδικασία αποκτώνται από:
- Σπουδές στη Φυσική αγωγή
- Παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων και συνεδρίων
- Μελέτη βιβλιογραφίας (ενημέρωση)
- Εμπειρίες από προπόνηση και αγώνες
Η δεύτερη κατηγορία γνώσεων, αναφέρεται στις οργανωτικές και διοικητικές γνώσεις όπως είναι, ο σχεδιασμός της προπόνησης, η οργάνωση της, η διεύθυνση της, και ο έλεγχος αυτής.
Με τον σχεδιασμό της προπόνησης, ο προπονητής καθορίζει τους στόχους του και την επιλογή πορείας δράσης για την επίτευξη τους. (Koontz 1990) Το πρόγραμμα το οποίο καταρτίζει ο προπονητής χρειάζεται να είναι ρεαλιστικό, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες των αθλητών, την οικονομική κατάσταση του συλλόγου, την φιλοσοφία και τους στόχους τους δικούς του, αλλά και του συλλόγου. Έτσι ο σχεδιασμός βοηθά τον προπονητή:
- Να τεκμηριώσει τις κατευθύνσεις που δίνει στη ομάδα του.
- Να βελτιώσει τον συντονισμό των ενεργειών (αθλητών προπονητών) και
- Να μειώσει περιττές δραστηριότητες.
- Με την οργάνωση ο προπονητής κατανέμει την εργασία και τις υπευθυνότητες στα ανάλογα άτομα, συντονίζοντας παράλληλα τις ενέργειές τους με σκοπό την υλοποίηση των προκαθορισμένων στόχων. Έτσι με την οργάνωση έχουμε :
- Καταμερισμό ( διάσπαση των εργασιών στα επιμέρους στοιχεία της)
- Συντονισμό (συνεργασία τμημάτων για επίτευξη στόχων)
- Εξειδίκευση(το σωστό άτομο στην σωστή θέση εργασίας)
Η λειτουργία της διεύθυνσης κατευθύνει τον ανθρώπινο παράγοντα. Στα πλαίσια λειτουργίας του ο προπονητής θα πρέπει να λειτουργεί ένα σύστημα παρότρυνσης και επικοινωνίας, έτσι ώστε να παρακινεί τους αθλητές του να εργασθούν με εμπιστοσύνη και ζήλο. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η αποτελεσματική επίτευξη των στόχων.
Και αυτό πετυχαίνεται κάνοντας την χρήση των εννοιών:
- Εξουσία (εκφράζοντας το δικαίωμα να απαιτεί από τους αθλητές και αθλήτριες, αλλά και τους άλλους προπονητές, συγκεκριμένους τρόπους δράσης και συμπεριφοράς)
- Υποκίνησης (είναι ο παράγοντας που δημιουργεί κίνητρα και διατηρεί την συμπεριφορά των αθλητών σε υψηλά επίπεδα απόδοσης)
- Ηγεσίας (διαδικασία διαμόρφωσης κατεύθυνσης και επηρεασμού των αθλητών να αποδώσουν σε δραστηριότητες)
Φτάνοντας έτσι στην διαδικασία του έλεγχου, επιβεβαιώνεται αν όλα πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους αρχικούς στόχους. Ο έλεγχος είναι η διαδικασία η οποία εξακριβώνει, μετρά και διορθώνει τις τυχών αποκλείσεις μεταξύ των στόχων που θέτει ο προπονητής για τους αθλητές του. Μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τους αγώνες που έθεσε ως στόχο. Έτσι με τον έλεγχο και με την λειτουργία του έχουμε:
- Την μέτρηση της απόδοσης του κάθε αθλητή και αθλήτριας,
- Την σύγκριση της πραγματικής με την επιθυμητή απόδοση τους,
- Την ερμηνεία πιθανών αποκλίσεων από τους στόχους.
- Με τη διαδικασία ελέγχου θέτουμε βασικά ερωτήματα. όπως:
- Τι θέλουμε να πετύχουμε;
- Τι έχουμε πετύχει;
- Γιατί φέραμε αυτό το αποτέλεσμα;
- Πως θα βελτιώσουμε την απόδοση των αθλητών
Ο προπονητής με αυτή τη διαδικασία, επιτυγχάνει να ελέγχει την συμπεριφορά των αθλητών του μέσα και έξω από το γήπεδο ή το γυμναστήριο, να αξιολογεί την απόδοση των αθλητών στην προπόνηση και στον αγώνα με την χρήση στατιστικών δεδομένων και την σύνταξη ειδικών εκθέσεων, να ελέγχει την απόδοση της συνεργασίας του με τους συνεργάτες και συναδέλφους προπονητές, κάνοντας παράλληλα αξιολόγηση των προσωπικών του ενεργειών«Έχοντας αυτές τις γνώσεις, ο προπονητής ή ο προπονητής ως επικεφαλής μίας ομάδας ατόμων με κοινούς στόχους, προγραμματίζει πιο σωστά τις δραστηριότητες των αθλητών της ομάδας, πραγματοποιεί πιο ορθολογικό καταμερισμό αρμοδιοτήτων, διευθύνει καλύτερα τον ανθρώπινο παράγοντα, και επικοινωνεί πιο αποτελεσματικά με όλους τους αθλητές και αθλήτριες της ομάδας» (Θανάσης Λάιος).
Όμως για μια πετυχημένη πορεία, η συνεχής και αδιάκοπη επαφή του προπονητή με επιστήμες όπως η προπονητική, η βιοκινητική, η βιοχημεία, η εργοφυσιολογία, η αθλητική ψυχολογία η αθλητιατρική, που αποτελούν αναπόσπαστο μέλος μιας σοβαρής προπονητικής διαδικασίας, πρέπει να θεωρείται πλέον δεδομένη. Η «απομόνωση» του προπονητή από αυτές τις επιστήμες, τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, σε ελλιπή επιστημονική συγκρότηση και σε προσωπική ανασφάλεια. Δημιουργείται έτσι με την σειρά του ένα ανασφαλές περιβάλλον και για τους ίδιους του τους αθλητές.
Για παράδειγμα, αν ο προπονητής ( κατά τους Τζορμπατζουδη- Μπαουμαν ) δεν λαμβάνει υπόψη του το πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται στην προπόνηση μια μειωμένη απόδοση, όπως οικογενειακές συμπλοκές, ελλιπής προετοιμασία, και δεν είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τις αιτίες της ψυχολογικής κατάστασης των αθλητών του, έχει ως συνέπεια να μην μπορεί να λάβει τα κατάλληλα ψυχολογικά μέτρα για την ανάλογη αντιμετώπιση.
Έτσι λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα, το υψηλό επίπεδο των ασκήσεων και επιδόσεων σε συνδυασμό με τις αλλαγές πάνω στον χώρο των κριτών ή της διαιτησίας, η ανάγκη για προσωπική συνεχή αναβάθμιση γνώσεων του προπονητή, είναι πλέον επιτακτική. Για τον σύγχρονο ρόλο όμως του προπονητή και τις προσπάθειες που θα καταβάλει για να εργασθεί με επαγγελματικό κύρος και αξιοπιστία, χρειάζονται και οι ανάλογες προϋποθέσεις όπως, συνθήκες προπόνησης, κίνητρα, και σίγουρα ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές. Η απουσία αυτών των προϋποθέσεων απομακρύνει σήμερα όλο και περισσότερους προπονητές και προπονήτριες από τον χώρο.
Απαιτείται λοιπόν αναβάθμιση του ρόλου των προπονητών, αλλά και αναβάθμιση του τρόπου δραστηριοποίησης και λειτουργίας των αθλημάτων στα σωματεία, τα οποία αν και προσπαθούν δεν έχουν σήμερα την δυνατότητα και την υποδομή να κάνουν ανάπτυξη μόνα τους. Απαιτούνται, εκτός από οικονομικές προϋποθέσεις, γνώσεις και συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Κατευθύνσεις που μπορούν να δοθούν μόνον από κατάλληλους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν την ανάλογη γνώση αλλά και εμπειρία για κάτι τέτοιο. Κατευθύνσεις που θα χαρακτηρίζουν την χώρα μας, που θα δίνουν κοινή γραμμή πλεύσης σε όλους τους συλλόγους και προπονητές, με μια κοινή τεχνογνωσία αλλά και φιλοσοφία δράσης, προσαρμοσμένη στις νέες κοινωνικές προκλήσεις.
Κεραμιδάς ΑντώνηςΚαθηγητής Φυσικής Αγωγής, Μ.Β.Α.
www.gymnews.gr
Βιβλιογραφία:
Tilman j., (1973) H “Principles, theory and practice”
Koonzt, H., (1990) Sport Psychology ” An analysis of athlete behavior”
Χολέβας,Ι,. (1993) Οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων: Θεωρία και πράξη